- φιλτροποιός
- -όν, Α1. αυτός που παρασκευάζει φίλτρα («ὁ ἐραστὴς τὸν φιλτροποιὸν ἱκέτευε πάλιν κατ' ἐκείνης ἀνακινήσαι τὰς ἴυγγας», Αρισταίν.)2. αυτός που επενεργεί ως φίλτρο.[ΕΤΥΜΟΛ. < φίλτρον + -ποιός*].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
φιλτροποιόν — φιλτροποιός preparing love charms masc/fem acc sg φιλτροποιός preparing love charms neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιλτροποιά — φιλτροποιός preparing love charms neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-ποιός — ΝΜΑ β συνθετικό επιθέτων και ουσιαστικών όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, με μεγάλη παραγωγική δύναμη, που συνδέεται με το ρ. ποιῶ. Η παραγωγική σχέση μεταξύ τού ρ. ποιῶ και τών συνθέτων σε ποιός δεν έχει προσδιοριστεί με βεβαιότητα. Το… … Dictionary of Greek